ποικιλτικά

ποικιλτικά
ποικιλτικός
skilful in embroidery
neut nom/voc/acc pl
ποικιλτικά̱ , ποικιλτικός
skilful in embroidery
fem nom/voc/acc dual
ποικιλτικά̱ , ποικιλτικός
skilful in embroidery
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλτικός — ή, ό / ποικιλτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποικιλτή ή στην τέχνη τού ποικιλτή, στη διακόσμηση υφασμάτων κυρίως με κεντήματα 2. το θηλ. ως ουσ. η ποικιλτική (με ή χωρίς τη λέξη τέχνη) η τέχνη τού ποικιλτή, τής …   Dictionary of Greek

  • ποικιλτός — ή, όν, Α [ποικίλλω] 1. ποικιλμένος, διακοσμημένος ή ποικιλόχρωμος 2. μτφ. (για λόγο) αυτός που περιέχει λεκτικά ποικίλματα, διανθισμένος («τὸ λόγιον τὸ ποικιλτόν», Επιφάν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποικιλτά κεντημένα υφάσματα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”